Μιχάλης Βασιλείου Χατζηγιάννης

1898 – 1975

Ο Μιχαήλ Χατζηγιάννης Γεννήθηκε στη Φουρνή από τη Μαρία Ζερβού και πατέρας του ήταν ένας σεμνότατος και αγαθός άνθρωπος ο Βασίλειος Χατζηδάκης, ( Χατζηβασίλης). Το επίθετο Χατζηγιάννης δεν είναι το εξ’ αίματος επίθετο, για την προέλευσή του και την αλλαγή του επωνύμου από Χατζηδάκης σε Χατζηγιάννης αναφέρομαι σε άλλη θέση.

Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1922 πολεμώντας στον  Σαγγάριο ποταμό ως κληρωτός αλλά και στον πόλεμο του 1940 πολεμώντας  κατά της φασιστικής Ιταλίας και κατά της Ναζιστικής Γερμανίας. Λεπτομέρειες για τον πόλεμο αυτό με σπάνιο φωτογραφικό υλικό από το μέτωπο μπορείτε να δείτε σε άλλη παράγραφο σ' αυτό το site.

Ήταν φοιτητής της Νομικής όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1922 και όταν επί τέλους οι Έλληνες στρατιώτες γύρισαν στα σπίτια τους εξουθενωμένοι και εξαντλημένοι δεν μπόρεσαν καλά - καλά να συνέλθουν και κλήθηκε να υπερασπίσει την πατρίδα για δεύτερη φορά στο Αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος υπολοχαγός παρόλο του ότι ήταν ήδη 42 χρονών δηλαδή είχε μπει στην εφεδρεία αλλά τον πήραν επειδή ήταν αξιωματικός.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος  κατέβηκε με τα πόδια από την Αλβανία στην Αθήνα με σκοπό να μείνει στου από πριν τον πόλεμο του 1940 εγκατεστημένου εκεί αδελφού του Μανώλη Χατζηγιάννη.  Με την παραμονή του όμως εκεί διαπίστωσε ότι ο κόσμος πεινούσε, πέθαινε από ασιτία στους δρόμους και η παραμονή του στην Αθήνα θα ήταν ένα ακόμη βάρος για τον αδελφό του. Αποφάσισε να ζητήσει άδεια από τους Γερμανούς, που κατείχαν την Αθήνα, για να κατέβει στην Κρήτη και του το αρνήθηκαν εγγράφως ( βλέπε το σχετικό έγγραφο των γερμανών στο κεφάλαιο το έπος του 1940.).

Όταν ζούσε ακόμη του είπα: Βρέ πατέρα το ξέρεις ότι με το έγγραφο αυτό μπορείς να πάρεις μια συμπληρωματική σύνταξη; Μου απάντησε : εγώ παιδί μου πολέμησα για την ελευθερία της πατρίδας και όχι για να πάρω κάποια σύνταξη, με φτάνει αυτή που μου δώσανε…

Παίζοντας τη ζωή του « κορώνα γράμματα » αποφάσισε να ταξιδέψει για την Κρήτη λαθραία με ένα καΐκι που κάθε τόσο έφερνε στην Κρήτη εκείνους που είχαν νόμιμη άδεια από τους Γερμανούς. Ταξίδευαν μόνο τη νύκτα και το ταξίδι διαρκούσε μια ολόκληρη εβδομάδα. Τελικά έφθασε στο ακρωτήρι « αφορεσμένος »  ή Άγιος Ιωάννης που βρίσκεται απέναντι από τη Σπίνα Λόγκα όπου είχε ένα χωράφι (λεγόμενο "κοπράνι") και ήξερε τα κατατόπια. Με ένα αγρότη ειδοποίησε το φίλο και συμπολεμιστή του τον ψαρά Κωνσταντίνο Φαϊτό με τον οποίο έστειλε στη Μάνα μου τη βαλίτσα του , ο οποίος την έκρυψε σε ένα καφάσι με ψάρια σκεπασμένη με κλαδιά χαρουπιάς. Ο Φαϊτός έφερε στη Φουρνή τη βαλίτσα περνώντας τον αμαξιτό δρόμο στο ύψος του σπιτιού μας στο σόχωρο φωνάζοντας την μάνα μου. Όταν εκείνη πλησίασε και ο Φαϊτός παραμέρισε τα κλαδιά της Χαρουπιάς και είδε την βαλίτσα του σκέφτηκε ότι ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί και της έστελναν τα πράγματά του και λιποθύμησε. Ο καλός του φίλος και συμπολεμιστής του Φαϊτός της εξήγησε πως έχουν τα πράγματα και ότι έπρεπε να πάει όταν θα είχε νυχτώσει να τον συναντήσει στο σπίτι του αδελφού της του Γιάννη Γωνιωτάκη στον « κουρνιανό ». Εκεί μόλις που το θυμάμαι, πήγα με την Μητέρα μου και είδαμε έναν Έλληνα αξιωματικό, φορούσε απερίσκεπτα ακόμη τη στολή του. Όσο όμως το χωριό ήταν ακόμη υπό κατοχή κοιμόταν σε ένα υπαίθριο διάδρομο που οδηγούσε στο πηγάδι που από κοινού έχομε με τους κληρονόμους της οικογένειας του Εμμ. Ζερβάκη (καπετάνιου) και τους κληρονόμους της οικογένειας  Μαυροειδή ( σκαρβελιού) και τον οποίο διάδρομο αυθαίρετα τον κατέλαβε επί των ημερών μου η κυρία Βασιλεία Ζερβάκη-Ορφανού, κτίζοντας την σιδερένια πόρτα (δια της οποίας είχαμε πρόσβαση στο πηγάδι) που ο πατέρας μου είχε κατασκευάσει, επιφυλάσσομαι όμως για την άρση της αδικίας αυτής δικαστικώς, επικαλούμενος ιδιοκτησιακά συμβόλαια, επειδή πέραν της στέρησης ενός περιουσιακού μου στοιχείου ( το πηγάδι και την πρόσβασή μου σ’ αυτό) για μένα έχει τεράστια συναισθηματική αξία για τους λόγους που εξέθεσα παραπάνω και να διεκδικήσω δικαστικώς τον χώρο αυτό. 

Με τη λήξη του πολέμου του ’40 υπηρέτησε για 35 χρόνια ως οικονομικός έφορος στο Ηράκλειο, Άγιο Νικόλαο, Ιεράπετρα και συνταξιοδοτήθηκε το 1957 ως οικονομικός έφορος Ηρακλείου.

Παντρεύτηκε την μητέρα μου, κόρη του Γωνιωτογιώργη και απέκτησε δύο παιδιά, τον γράφοντα Βασίλη (Δρ. Μηχανολόγο – Μηχανικό) και τον αείμνηστο αδελφό μου Γεώργιο (πτυχιούχο πολιτικών επιστημών).

Όταν συνταξιοδοτήθηκε, οικονομικά ανεξάρτητος, αφιερώθηκε σε έργα κοινωφελή του χωριού και ιδιαίτερα στον καλλωπισμό και εξωραϊσμό των εκκλησιών. Ανακάλυψε τα πέντε μονόβολα αγιοθύριδα της Αγίας Άννας και τις τοιχογραφίες της εκκλησίας αυτής καθώς και τις τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία.

Απεβίωσε το 1975.

Η Παναγία η Ευαγγελίστρια που τόσο αγαπούσε ας είναι μεσίτρια προς τον μονογενή Yιό της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και Θεό όλων μας για να αναπαύει τη ψυχή του και της Μάνας μου Ελένης.  

Ας είναι αιώνια η μνήμη των.  

 επιστροφή στα περιεχόμενα της Φουρνής

Home