Νώντας Εμμ. Φαλκώνης

Σούρουπο στο Παλαίμυλο            (  του Νώντα Φαλκώνη  )

 

Έχω μαρτύρους πως ήταν όνειρο… (στον ύπνο μου έβλεπα ότι την ίδια ώρα το θωρρούσανε κι άλλοι...) τόσο ζωντανό κι όμορφο ­ευταλήθινο που δα το περαματίσω με το χαρτί για να πομείνει.

Εκουβέδιαζα λέει με τη σιωπή και τις θαμπές ζωγραφιές... το νιονιό μου' βανε σούφερα... με γαργαλούσανε πράματα που δεν ήξερα από πού βαστούνε κι ίντα ψυχανεμίζονται... οι χτύποι της καρδιάς θυμίζανε ταμπουρά... ήμουν τάξε και καλά μιαολιά ονει­ροπαρμένος, ρομαντικός που λένε... μα και τα νεφρά μου κι η κουτάλα και τα κόκαλά μου τ' άλλα θέλανε μια στάξη αναπαμό, πιο πολύ από το τσερβέλο.

Ήταν αναφεγγιά και στο συναπάντημά της με το είναι μου, χορέψανε στον ίδιο σκοπό -- ένα σκοπό που μόνο οι δυο τους γροικούσαν -- ήταν η ώρα που σοφιλιάζει σαν το τουπί με τη μυζήθρα να γαληνέψεις... να ξεχάσεις και να θυμηθείς... όπως και να το κάμουμε τόνα φέρνει τ' άλλο και στο ξετέλεμα δε ξεκαρ­πίζεις ούτε το σπορικό.

Ο καφάς ήταν ολόγρος, γύρισα από την άλλη μπάντα... όποιο τρόπο και να διαλέξεις για να ρεμβάσεις, σίγουρα δε δα κακομουτσουνιάσεις, φτάνει τα μάθια ν' αγναντεύουν τις ύστε­ρες ηλιαχτίδες που στην αστραφτοχωσά τους γέρνουν θλιμένα στα Νεαπολίτικα... από κάδε γωνιά που δα μονιταρίσει το μάτι με το ηλιοβασίλεμα, το μαντάτο είναι το ίδιο κι η απόλαυση κουζουλαίνει... ο κράχτης της Φουρνής πρέπει να 'ναι το σού­ρουπό της.

Μα κείνο το κατιντίς... αυτό που ξεχειλίζει την κούπα με τα αλυσιδωτά ξαφνιάσματα έθοια ώρα... είναι η βόλητα στο Κα­ντιρίμι, από του Χατζαλή το πηγάδι ίσαμε τον άγιο Νεκτάριο. Το μικρό τούτο σούρτα-φέρτα μοιάζει στραθειά μ' αρίφνητα ζάλα κι όσο η έκσταση σε χιαχιρντίζει χαζεύοντας το κουζουλό κρυ­φτούλι των ηλιαχτίδων στα φυλλώματα των ευκαλύπτων τόσο ταμάθια θαμπώνονται -ακόμα και στ' όνειρο- κι αγαλιανά ξεφω­νητά... σαν να σου ψήνουν τ' αβγό... στεγνώνουν τα χείλια... λες και βγάνουν όρντινο για σημειωτόν στα πόδια.

Στις αγκάθες που στολίζουν τον όργο της βάγκας, τ' αγ­ριογάρδελα χαμοπετούν και τιτιβίζουν ψάχνοντας να βρουν τόπο για να κοιτάξουν κι η δροσιά που φτάνει στο φλέμονα σαν ένεση ελπίδας, γίνεται σκάρμη για μπατάγιες στοχασμού... έτσι που το πανηγύρι των ματιών ν' αβγατίζει σε μάκρος κι οι αισθήσεις να μπερδεύονται μεταξύ τους σαν να κάνουν ζούργια για να κερδί­σουν τη μάχη στις εντυπώσεις. Η βαβουρανιά με ξύπνησε... απόδα κι ομπρός δα πάμε -ανέ θέλετε- μαζί κι ύστερα θα μου πείτε πού σταματά το όνειρο κι από πού αρχίζει η αλήθεια.

Κάθε φορά που κάνω τούτη την όμορφη συντήρηση απολαύ­σεων με σύνεργα τις αναμνήσεις, κάτι καινούργιο μεγαλώνει την όρεξη κι αρματώνει την πεθυμιά μα σαφί σαν να χώνεται εκεί το ραχάτι τους, η σκέψη κοντοστέκεται στους γκρεμισμένους μύ­λους της Γαλαρόπετρας. Τώρα δε φέρνουν στη θύμηση παλιές καλές εποχές κι ούτε ζωντανεύουν τις δόξες τους στην κατοχή... είναι κάμποσα πράματα που άμα η συντυχιά τα φυτρώνει εκεί που δεν τα σπέρνουνε... πιο πολύ πρικίζουν παρά ντουχιου­ντίζουν.

Κι όπως οι αδύναμες πια ηλιαχτίδες πέφτουν πάνω τους και δίδουν μια θαμπά φωτεινή μεγαλοπρέπεια... μια ανεμική αρχο­ντιά σαν να 'ναι παλιά κάστρα... ο νους πάει στους ανεμόμυλους του Δον Κιχότη που λες και σταλίζεται στο γκρεμισμένο τοιχιό πίσω από το κυπαρίσσι της Κεραπολίτισσας... έτοιμος κι αποφα­σιαμένος να ξεπεράσει αντάμα με τον Σάντσο άλλο ένα καζίκι για να φτάξει στην καρδιοκλέφτρα Δουλτσινέα... τουνουγιά το νιονιό ήταν πια ούργιο κι από το απόκοτο του κούμου της Γλακητίνας και του Σεισμού.

Τα μούτρα μου πάνε κάτω... είμαι άμαθος να ξομπλιάζω με τή γλώσσα το παράξενο έργος που δίδει η φλύαρη σιωπή και το βουβό κάλεσμα κάδε ξελογιάστρας εικόνας μα θαρρώ πως και στον πιο μάστορα του λόγου και του πινέλου, η σαστιμάρα δα 'παιρνε από τα δαχτύλια τη δύναμη να κρατήξουν το μολύβι ή τις μπογιές.

Έφτασες στον άγιο Νεκτάριο κι όπως γυρίζεις πασίχαρος για τον Παλαίμυλο... τα κεραμίδια των σπιτιών δείχνουν ολόχαρα που πέρασε κι η σημερινή λάβρα... ο τρούλος και το καμπανα­ριό της ανίας Τριάδας θαρρείς ότι μοστράρουν το πασαπόρτε του χωριού μας.

Το παιγνίδισμα των ηλιαχτίδων στις φυλλωσές φτάνει στο τέ­λος μα στο ξεψύχισμά τους, στο τρελό τους κρυφτούλι σ' άλλο φόντο... τώρα μπαίνουν και τα μικρά χρωματιστά τζάμια των παραθυριών της ανίας Τριάδας. Το αντιφέγγισμα τα κάνει βιτρί­να γεμάτη πολύχρωμα πετράδια ή μικρό κοπάδι ξενερισμένων ψαριών που βγήκαν στον αφρό από φόβο... μπορεί και με παρά­ωρες κωλοφωθιές που ξεπετάχτηκαν βιαστικά για να ξεψυχή­σουν ευτυχισμένες.

Αν είσαι πιο πολύ από ό,τι πρέπει ευαίσθητος, νεραίδοπαρμέ­νος, κλείνεις τα μάτια κι η ανυπόμονη φαντασία σε ξαναπάει δειλά-δειλά στ' όνειρο: Οι νεροσυρμές από τσ Αγκάλες και τα Ποτάμια κατέβασαν τόσο νερό που ο κάμπος εχώστηκε... το χω­ριό πνιγόταν στον κατακλυσμό... ένας, λέει, ήταν στην κορφή του καμπαναριού της ανίας Τριάδας που θύμιζε Κιβωτό έτοιμη ν' αράξει στο ξάγναντο του Χάλικα ή στο Λούτσι... Ο Σταυρός κι η Βαγγελίστρα μοιάζανε κάτασπρα περιστέρια κι όσο έφτανε στ' αφτιά ο υπόκοφος θόρυβος από τα νερά που κατάπινε λαίμαργα ο Χώνος... είδε την Κερά Ζώνη στους Μεσοκάμπους... ήκαμε το σταυρό του κι ησύχασε... (από τότε ορκίστηκε να μην ξαναδεί όνειρο... από δα κι ομπρός μόνο δα κάνει...)

Έφερε τα πάνω κάτω (στ' όνειρο που 'καμε)... ο κάμπος γί­νηκε ουρανός καταγάλανος... η Φουρνή, λέει, ήταν φεγγάρι στη γέμιση... το καντήλι της αγιάς Παρασκής γίνηκε Αποσπερίτης κι οι μύλοι της Γαλαρόπετρας... Κλωσσού... Τα δέντρα πήραν τη θέση των αστεριών... οι κορμούλες μοιάζανε κεράκια... ένα αστέρι ξενέρισε κι όπως έπεφτε βιαστικά στο χάος, εκείνος πρόλαβε κιέστειλε με τη λάμψη του χαιρετίσματα στον κάτω κόσμο.

Δυο-τρεις ταμαχιάρηδες ανεσύρνανε ακόμα ασκοντάβλες στα κηπούλια... οι πρώτοι λύχνοι άναψαν κιόλας στ' Απάνω Χωριό ­- δεν έμαθε ποτέ αν καλησπέριζαν ή καληνυχτούσαν το νερόμυλο στη Βαγιά- κάμποσα χελιδόνια ξαπόσταζαν στα τέλια του τη­λεγραφόστυλου... κι όλα τούτα ντυμένα με μια πρωτότυπη μα συνηθισμένη μουσική που ταίριαζε στον τόπο και το χρόνο: βέ­λασμα και κουδούνισμα των προβάτων που δρόσιζαν το λαρύγγι τους στην Καλογρά με σιγόντο τους ήχους μιας ασκομαντούρας από τις Κορακιές. Τ ο όνειρο που' καμε τ' άρεσε και πριν ανοίξει τα μάτια, ξαναρώτησε δίχως ν' ανημένει απόκριση: Λες μωρέ πα­ντέρμη Κρήτη να  ναι σαν κι εσένα ο παράδεισος;

...Στον Παλαίμυλο πια, χορτασμένος εντυπώσεις μα κι απορίες, κάθεσαι στον πλάτανο... η συνέχεια δε σ' απογοητεύει, μόνο που αλλάζει το σκηνικό... τώρα πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωπoι... τα καμώματα, η εξυπνάδα κι η φιλοσοφία τους. Η Καντίκω κράζει τις όρνιθες να κοιτάξουν, η Μυρωνοκατερίνα θύμισε στον Κανά­κη ότι δεν έχει στάξη νερό η κουρούπα... η Κώσταινα καθισμένη στην μπάγκα μπροστά στην οξώπορτα, άκουσε την Κατερίνα και ψιθύρισε με παράπονο: Θωρείς μπρε ίντα κάνει ένας αρσενικόςστο σπίτι;

Ο Poδάμανθυς κατέβηκε βαριεστημένος από την Κοινότητα, στάθηκε λίγο λοξά στην πόρτα του καφενείου κι είπε στη Σοφία: βάλε μου μωρέ μια γκαζόζα. Κάθισε και δίχως να τον ρωτήσει κανείς, συμπλήρωσε: εμπίτισε κι οφέτος ο μουκατάς... το μουλ­τεζίμη δα κάνει οφέτος ο Καραπιπέρης... την ήφερε του Μαγού­λη.

Ευτυχώς δεν έχω μαξούλια, τόνισε ο δάσκαλος ο Ηλιάκης... ο κύρης μου είχε θηλυκό μυαλό. Σηκώθηκε, έξυσε το σβέρκο και συμπλήρωσε: Ώρα ν' αρμέξω την αίγα, η γυναίκα πάει με την Αριστέα και την Πρατσινομαρία στην Ευαγγελίστρια... τρεις αρ­γατινές λέει, είναι τα καντήλια σβηστά. Ο Βαρδάκης, ο ράφτης πέρασε με μια καρφίτσα στο στόμα και το μέτρο ξεχασμένο στο λαιμό κι ο «Πρόεδρος» φάνηκε αλέγρος. Οι πιτσιρικάδες που γύριζαν με το φακό από το κοίταγμα, βάλανε τσ ατσελέγους στα στήθια κι άρχισαν τις σφυρές. Εκείνος δεν κρατήθηκε -δε φταίει σαφί ο φονιάς- επιτάχυνε το βήμα... άπλωσε το χέρι, έδωσε ένα πούλο διαρκείας κι επανέλαβε τη συνηθισμένη του φράση: στσι μανάδες σας μωρέ να σφυρίζετε για τσι πομπές τους, μπάσταρδοι.

Όταν τελείωσε το στιγμιότυπο, η Τούλα ρώτησε πότε χτίστη­κε η Αγία Τριάδα κι ο Νιοτοδημήτρης που καθόταν παράμερα με τον Τσάμπερλεν, μπροστά στο ποδηλατάδικο του Μυρώνη, απάντησε: ο Τίτος ήτανε δεσπότης κι ήκαμε τον αγιασμό στα θεμέλια... το θυμούμαι γιατί κεινιά τη χρονιά ήκαμε η αίγα μου τρία ρίφια. Δηλαδή, είπε η Τούλα, δε θυμάσαι ποιο χρόνο... κι εκείνος συμπλήρωσε: Ήτανε τη χρονιά που χτίστηκε ο μύλος του Χατζηδάκη στη Γαλαρόπετρα. Άπλωσε το χέρι προς το μέ­ρος μου και τόνισε: την ίδια χρονιά παντρεύτηκε ο κύρης σου... εσείς απού γατέχετε γράμματα και ζείτε στσι πολιτείες δα λογα­ριάσετε... έβγαλε ένα στεναγμό και συμπλήρωσε: εμείς είμαστε μόνο για το θρινάκι κάι το ξεκόπρισμα.

Η καβετζίνα κρέμασε το πλεχτό στην καρέκλα και πηγαίνο­ντας να σαλέψει τις πατάτες στην αθούμαλη, ρώτησε: θέλετε σκόρδο στσι χοχλιούς του Ζυπόνη; Και καβαλίνες να βάλεις θα τσι φάνε, απάντησε ο Καπετάνιος. Ω... να μην πω πράμα στην μπούκα σου συμπλήρωσε η Σοφία την ώρα που ο Διομήδης άφηνε στο τεζιάκι ένα κατσόχερο για τσιβίλα κι ακολούθησε ο Κλώντζας μ' ένα μπουκέτο αγκινάρες.

Η Σοφία βγήκε κι ο Βαγγέλης πιάνοντας το χέρι της, είπε: όλοι κουβαλάνε μεζέδες, εγώ δα βάλω τα πιοτά... αλλουνού παράδες δεν περνούνε απόψε γιατί κέρδισε ο Ολυμπιακός πάλι.. κι ο Διομήδης τούπε: 'Ασε τα κουβαρνταλίκια... ογλήγορα έχεις στρα­θειά στην Αθήνα. Ας είναι καλά η Χουρδοκατερίνα, είπε ο Βαγ­γέλης, μου' δωσε πάλι το κολατσό ένα πεντάρικο γιατί πήγα την μπροστελίνα του γαϊδάρου στον τσαγκάρη... εδά που' ναι επαέ ο Μιχάλης ο Περοδάσκαλος... βουλώ... ξάμου μένα.

Εγώ δα βάλω την όρεξη, είπε ο Καπετάνιος. Η Βρυσανή μ' έβγαλε όξω γιατί δεν είδα τσ όρνιθες απού τρώγανε τον ξινόχο­ντρο στην τάβλα... λες κι εγώ τσ είπα να τονε βάλει να ντο­ντολίζεται χαμηλά για να τονε φτάνουνε κι οι μελιτάκοι

Παρέα και μεζέδες ήταν η καλύτερη εγγύηση για την ποιότητα της ρέγουλας που κοντοσίμωνε κι οδηγούσαν στη σίγουρη πρό­βλεψη ότι κι απόψε δα 'μεναν πάλι στη μουρχούτα της Μαρίας οι χυλόφτες... εκειά δα τσ έχω, έλεγε οψές, ίσαμε να τσι φάτε... το γάλα το πλερώνω με κρασί στου Ζέρβη... σαν τσ αστοιβίδες του κουφού Νικολιού.

Μέχρι να ετοιμαστούν οι μεζέδες και ν' ανάψει το λουξ ο Νικολής, η Τούλα άρχισε να λέει τις εντυπώσεις της από το μο­ναστήρι στα Κρεμαστά μα οι φωνές και τα χαχανητά τη σταμά­τησαν. Ο Ντοντός κι η παρέα του είχαν βάλει νέφτι στον πισινό κάποιου κάτη κι είχαν κρεμάσει στην ουρά του ένα κονσερβο­κούτι... το γλάκι του μας έκανε να γελάμε κι εκείνη κάθε τόσο άλλαζε θέση στα πόδια της. Καθόταν με άνεση αρσενικού... έτσι που θέλοντας και μη έβλεπες λίγο το σφιχτό μπούτι της, όχι βέβαια σπουδαία πράματα μα ο Καντάρης που καθόταν απένα­ντι κι έκανε ότι διάβαζε εφημερίδα, βλέποντας τον πειρασμό, ψιθύρισε: να σ' είχα του Ν ικόλη μας μα να 'μαι ' γώ Νικόλης.

Ο Μανώλης του Χειράκη, ατζυμπραγός για πολλά φεγγάρια του Διομήδη και του Καπετάνιου στη ρέγουλα, σταμάτησε μπρο­στά τους απλώνοντας το χέρι με απορία, σαν να 'λεγε: ήρθα, ίντα καθόσταστε... ρέγουλα είναι... Ο Καπετάνιος κατάλαβε τη σιωπή του κι είπε: μια στέρνα ρακή έχουμε πιωμένη μαζί μ' απόψε τα φέσα μας ταιριάζουνε με τσι μικιούς... ανέ θες, κάτσε. Ο Μανώλης κοίταξε γύρω, κούνησε το κεφάλι και πρόσθεσε: αν είναι οι μι­κιοί τσ ηλικίας του Χρόνη και του Διομήδη... σάικα πρέπει να φέρω τσι φασκιές γιατί μπορεί να τσιλαστώ απάνω μου.

Η Σοφία φώναξε ότι είναι όλα έτοιμα... καθίσαμε στο μεγάλο τραπέζι κι ώσπου να σαστούμε, ο Ζυπόνης είδε τον Κλεφταγγού­ρα να κάθεται στη γωνιά... του φώναξε και με σοβαρό ύφος κι αργά λόγια, του' πε: Να μωρέ Γιώργη δυο δίφραγκα... το ένα δικόσου... τ' άλλο άμε στου Τουτού να πάρεις δυο δραχμώ παστο­διάολο. Ο Γιώργης που σάικα νόμισε ότι ο παστοδιάολος είναι κάτι σαν πασατέμπο ή παστανάγλα... έφυγε βιαστικός κι αμίλη­τος. Γυρίζοντας σε λίγο, είπε μ' όλη τη φυσικότητα μα και την απογοήτευση που ένιωθε γιατί δεν κατάφερε να ξετελέψει την παραγγελιά και να του μείνει το δίφραγκο: πολλοί λέει του ζητή­ξανε σήμερο κι εξεπούλησε. Ήδειξέ μου και την κούτα δίπλα στο βάζο με το κάδιο... ταχυτέρου, λέει θα 'χει φρέσκιο και μπόλικο. , Απλωσε το χέρι δίνοντας τα λεφτά μα ο Μανώλης είχε κέφια κι ήθελε να συνεχίσει το κογιονάρισμα: κράτηξε τα όλα δικά σου... μα πήγαινε στη γωνιά του Ραφτόπουλου να δεις... αν έρχομαι

Ο Κλεφταγγούρας βγήκε, γύρισε σχεδόν αμέσως κι αργά, ήρε­μα και με σιγουριά, είπε: Αυτό είναι σκοτίδι και δε θωρώ... μα δεν ήκουσα και ζάλα... είμητα μου κι είσαι ξυπόλητος, πασπάτεψε να δεις. Το ποιος ήπαιζε ποιο, βρέστε το,.. δεν είστε δα και χάφτες, ούτε βαρονούσηδες, όσο και να τσι κάνετε.

Το τραπέζι σκεπάστηκε με πιάτα και πιατάκια... ακόμα και λουμπούνια είχε μα η έκπληξη ήρθε από τον Χρόνη. Έβγαλε από την τσέπη δυο σαλμούς κι απόκειας ξετυλίγΟ':fας μια λαδό­κολλα, άφησε στο τραπέζι τρεις ομαθιές. Γλείφαμε τα χείλια, ο μεζές ήταν σπάνιος και μπόλικος... η Σοφία τον είδε και τόνισε: το χάκι μου το δέλω, άντα χαζίρι.

Τα πιρούνια άναψαν, τα καραφάκια ήταν σαφί άδεια κι ο Βαγ­γέλης με το πιρούνι όρθιο, είπε: αλλάζω τα λουμπούνια μ'αποκώλια... ποιος κάνει τράμπα;

Μετά τις πρώτες καμακιές τα πιρούνια πήραν ρυθμό ρέγου­λας... τώρα η σειρά της Τούλας να συνεχίσει την ιστορία της.

Αφού λοιπόν προσκυνήσαμε, είπε η Βαρδάκαινα και χόρτασαν τα μάτια μεγαλοπρέπεια κι η ψυχή αγαλλίαση, κατεβήκαμε στη βεράντα, κάτω από το δρόμο για τις Βρύσες... για μια ευχαριστία όπως είπε ο γούμενος... προσφορά της Μητέρας εκκλησίας στους πιστούς της.

   - Τέθοιες διαολιές κάνει ο μπήχτης, είπε ο Διομήδης... είναι μεγάλος τζαναμπέτης το μόλεμα.

   -Το κατάλαβα αργότερα, είπε κείνη... ευτυχώς η κόρη μου'μάζευε πιο πέρα παπαρούνες... δεν υπάρχουν πια κοπέλια και μάλιστα θηλυκά. Έφαγε λίγη πατάτα και συνέχισε: η βεράντα λοιπόν, λίγα μέτρα πιο κάτω από τη μικρή φτιαχτή λίμνη, κρέμε­ται θαρρείς, σκεπασμένη με κλώνους και φυλλωσιές από καστα­νιές, λεύκες και βελανιδιές... μοιάζει σαν μεγάλη φωλιά, σαν μι­κρός ψεύτικος παράδεισος. Σταμάτησε λίγο, ήπιε μια γουλιά και πρόσθεσε: στη μέση του χωματένιου δαπέδου της, ένα μεγάλο πέτρινο τραπέζι και πλάι του, από τη μεριά του γκρεμνού, ένας τσιμεντένιος καναπές σαν μισοφέγγαρο που χωρεί σκιάς είκοσι νομάτους... μαρτυρούν ότι σε τούτο το μέρος έχουν όλα προβλε­φτεί για κάδε επιθυμία κάθε μουζαφίρη.

Το γάργαρο νερό κυλά μονότονα στο μικρό τεχνητό ρυάκι κι όσο περνά δίπλα από τον καναπέ, γίνεται τραγούδι... τραγούδι που τη μουσική του συνοδεύουν τα τιτιβίσματα αναρίθμητων πουλιών που δε βλέπεις. Πήρε λίγα στραγάλια και συνέχισε: Δεν ξέρω αν ήταν έργο κάποιας καλόγριας ή κάποιου ρομαντικού περαστικού αυτό που φάνηκε μα όποιος και να το 'κανε, ακόμα και τώρα του δίνω το χέρι. Δυο μικρές βαρκούλες από χρυσόχαρ­το τσιγάρων κατέβαιναν ήρεμα με τη ροή του νερού στο ρυάκι... έτσι που βλέποντάς τις κι ακούγοντας το τραγούδι του νερού και το κελάδημα των πουλιών, νόμιζες ότι βρίσκεσαι σ' ένα μικρό Βενετσιάνικο κανάλι κι οι γονδολιέροι με τις κιθάρες στα χέρια συνόδευαν τις ασημένιες βαρκούλες για τη γέφυρα των Στεναγ­μών.

Το λουξ, σίγουρα από σύμπτωση κι όχι για να κάνει πιο ρομα­ντική την ατμόσφαιρα έχασε το δυνατό φως του, η φλόγα χαμή­λωσε... εκείνη κοίταξε το ρολόι της και συνέχισε: ' Ολη τούτη την έκσταση συμπληρώνει η 'δέα του Μεραμπελιώτικου κάμπου που με τις ανθισμένες μυγδαλιές και τους κάτασπρους νερόμυλους στις Λίμνες... σμίγει μα και μπερδεύει την αχαλίνωτη φαντασία με τη χειροπιαστή πραγματικότητα.

-Και στους Μεσοκάμπους έχει αμυγδαλιές, είπε ο Χρόνης κι η Γαλαρόπετρα έχει μύλους... ποτέ δεν ήκουσα να τσι παινούνε... μόνο την κατοχή τσι κατέχαμε. Η Τούλα δεν απάντησε, έκαμε λίγο αέρα με το ρεπίδι της και συνέχισε: το μπέρδεμα της αλήθειας με τ' όνειρο μεγάλωνε... στο στενόμακρο τραπέζι ήταν στρωμένη μια μπόλια και πάνω της ένας ασημένιος σκαλιστός δίσκος, γυαλιστερός και μπρούτζινος, γεμάτος κολονάτα διάφανα ποτηράκια με δυο σπαρματσέτα στις άκρες και δίπλα ένα δοχείο με ρακή σαν μικρό σαμοβάι.. Ο Χειράκης σηκώθηκε, άφησε κάποιο ποσό στο τεζιάκι και φεύγοντας, είπε στην Τούλα: Ευτα­λήθινα τα λες μα τα ζούμπερα δε νιώθουνε από τέθοια... την ταχινή δα λιμάσουνε... δε βαστούνε κερκέλι και πρέπει ν' ανεγο­γυρευτούνε. Απομακρύνθηκε, έκλεισε την πόρτα κι εκείνη πρό­σθεσε: τριγύρω του μικρά πιατάκια με βυζαντινές παραστάσεις γεμάτα μεζέδες: ντουλουμάδες με κoλoκυδανθoύς, μυζηθρόπιτες με βάρσαμο, αθότυρο, καρπούς ξεφλουδισμένους, μυζήθρα με μέλι, καρύδια και ρόγδια καθαρισμένα κι άλλα πολλά που η κα­τάπληξη σε κάνει να ξεχνάς... πλούσια τα ελέη Του.

- 'Ονειρο θαρρώ πως το 'δες Βαρδίνα, είπε ο Καπετάνιος... είμητά μου και μας αραδιάζεις ό,τι λείπει από το τραπέζι ή ό,τι ζητά η όρεξή σου... εσείς οι Αθηναίες κατέχετε να κάνετε το άσπρο-μαύρο.. ίσαμε να βγάλει ο όφις το πουκάμισό του... Ρώ­τηξε και την αξαδέλφη σου, είπε η Τούλα, μαζί είμαστε. Όλοι μείναμε μ' ανοιχτό στόμα, ο ένας κοίταζε τον άλλο κι ο γούμενος που το πρόσεξε, είπε: δωρεές των πιστών κι εργασία των καλο­γραιών... η πίστη οδηγεί στην προσφορά κι αυτή στον εξαγνισμό... εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν.

-Τα ίδια λέει κι ο γούμενος στ Αρέτι, είπε ο Διομήδης κι ο Χρόνης που ήταν γνωστή η θρησκοληψία του, πειραγμένος από την τροπή της κουβέντας, σηκώθηκε και καληνυχτίζοντας, πρό­σθεσε: Μην κρίνετε ίνα μη κριθείτε. Ο Φουντούλης που άκουγε από το διπλανό τραπέζι απόρησε για τις λεπτομέρειες κι ο Ν ι­κολής του Κουνενού γελώντας, απάντησε: τετραπέρατη είναι.!

-Γέμιζε τα ποτήρια ο γούμενος, συνέχισε η Τούλα... τα ξανα­γέμιζε κι άντε τα ίδια. Φταίγανε κι οι μεζέδες μα η άτιμη κατέ­βαινε σαν νεράκι... ήτανε γλυκόπιοτη σαν την αμαρτία η πάντερμη.

-Ετσά γίνεται την αρχή... παραύστερα λες το γιαρούμπι, τό­νισε ο Poδάμανθoς κι αυτή συνέχισε: άρχισα να ζεσταίνομαι, να κοκκινίζω, να γελώ. Ο γούμενος το πρόσεξε κι είπε: αφήστε λίγοελεύθερο τον εαυτό σας στην παρόρμηση... η φύση στον άνθρω­πο γίνεται μέσον επικοινωνίας με τον αληθινό εαυτό του και με τη βοήδεια της απελευθερώνεται... νιώθεις να βρίσκεσαι στη θαλ­πωρή του Κυρίου.

-Καλά το παίζει ο νταβραμπάς με τα διφορούμενά του, είπε ο Καπετάνιος... μπορεί να σε κάμει να πιστέψεις ότι δεν είναι αμαρτία να' κάμετε μαζί ένα μπάσταρδο. Σταμάτησε λίγο και πρόσθεσε: πόσα να ' χει στσι τροχάλους. Ο Βαγγέλης είπε ότι το αδίκημα είναι διπλό... η Τούλα γέλασε και συνέχισε: Έσκυψα να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα από το ρυάκι και σηκώνοντας το κεφάλι τον είδα να με γδύνει με τα μπιρμπιλωτά μάτια του... πιο παράξενα μάτια δεν έχω ξαναδεί. Μου πρόσφερε δυο μαργαρί­τες που ήταν φυτρωμένες στην άκρη του καναπέ, είπε στον Κώστα ότι μας περιμένει μια Κυριακή από το πρωί... η επαφή μας μια ολόκληρη μέρα, τόνισε, 'θα φέρει πιο κοντά τον ένα στον άλλο με χίλιους τρόπους... Έβγαλε από το ράσο ένα μικρό φακό, γύρισε προς τη μονή κι ύστερα γυρίζοντας σε μας, είπε: η μοναχή 'θ'α φέρει το λουξ... σκεφτείτε τι 'θ'έλετε για δείπνο. Πράγματι από την άκρη του μονοπατιού φάνηκαν οι ανταύγειες που' μοιαζαν με πυγολαμπίδες ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα κι όταν έφτα­σε η καλόγρια, της είπε: Ρώτησε τους αδελφούς τι επιθυμούν να δειπνήσουν... τα φτωχικά κελάρια μας είναι ανοιχτά στην όρεξήτους... επί δικαίους και αδίκους, είπεν ο Κύριος.

-Να δω πώς δα ξετελέψεις, ρώτησε ο Διομήδης κι αυτή πρό­σθεσε: ο άντρας μου είπε πως είναι αργά... είδαμε την όρεξή σας... να 'στε καλά. Υποσχεθήκαμε να τα ξαναπούμε, αρχίσαμε τις χειραψίες κι όταν ήρθε η σειρά μου, είπε χαμηλόφωνα: αν είχαν άλλο χρώμα τα μαλλιά σας, 'θ'α 'ταν δύσκολο να σας ξεχωρίσω από την Παναγία... 'Απλωσα το χέρι κι όπως το 'χωσε στα δικά του, κόντεψα να φωνάξω. Για να γλυτώσω, του' πα μ' όλη την αφέλεια και τη φυσικότητα της στιγμής: ωραία τα Κρεμαστά σας γούμενε... κι αυτός ο σατανάς πρόσθεσε: δεν είσαι η μόνη που το λες, κάθισε να δεις και με το φεγγάρι τη γλύκα τους... στο φυσικό τους περιβάλλον.

Ο Διομήδης ανασήκωσε το κορμί, ήπιε μια κι είπε: Με το συ­μπάθειο, φταις κι εσύ... τα ' 'θελε ο οργανισμός σου. Εκείνη πήρε ένα άδειο ρακοπότηρο, το τίναξε στα μούτρα του κι οι λίγες σταγόνες ρακής που' χαν μείνει, μπήκαν στα μάτια του. Κούνη­σε απότομα το κεφάλι, σκούπισε με το χέρι τις βλεφαρίδες καιπρόσθεσε: δε χρειάζεται να μου βγάλεις τα μάθια... κι ο στραβόςτο θωρεί.

-Άμε μωρέ στον αγύριστο, είπε η Τούλα και συνέχισε: η κα­λογρά που κρατούσε το λουξ φαίνεται ότι ζήλεψε από τα λόγια και τις διαχύσεις του, έκανε ένα βήμα μπροστά κι είπε: δε μου πέφτει λόγος... υπηρετώ τον Κύριο κι εκπρόσωπός του είσαι συ... μα οι άνθρωποι... οι χριστιανοί έχουν δρόμο μπροστά τους κι η αγιοσύνη σου πρέπει να μας εξομολογήσει μετά την ολονυχτία... αύριο ξημερώνει σκόλη.

Ο ηγούμενος έβηξε, κοίταξε επιτιμητικά τη μοναχή κι είπε: η σάρκα πρέπει να ηρεμεί για να ξεκουράζεται το πνεύμα... τα πάντα εν σοφία εποίησεν ο Κύριος.

-Μ' άλλα λόγια, είπε ο Καπετάνιος, ήθελε να τυροκομίσετε... λένε ότι η ,μάνα του ήτανε καλογρά κι ο κύρης του βοσκός. Αυτός πρέπει να 'χει καλό διόνυσο, συμπλήρωσε ο Ζυπόνης... άμα ξα­ναπεράσεις πες του να πέψει μιαολιά μαλάκα... εμείς δα πιούμε μια στην υγειά του.

Η Τούλα σηκώθηκε, τίναξε το φουστάνι και χαμογελώντας, πρόσθεσε χαμηλόφωνα: να μην το μάθει ο παπά Γιωργάκης... δε θα με ξαναμεταλάβει και θα 'χετε σεις το κρίμα. Ο Κλώντζας που όλο το βράδυ ήταν μουγγός, τίναξε το τσιγάρο, χτύπησε το γό­νατο του Βαγγέλη και τόνισε: αύριο ήτανε να πάω την Κλω­ντζομαρία στ Αρέτι. Θέλει λέει να κάμει μια λειτουργιά... μα μ', όσα ήκουσα απόψε, σάικα δα χαλάσει η στραθειά, μπορεί να,κουτσαθεί κι ο γάιδαρος... ως με θωρείς και σε θωρώ.

Η Σοφία έβαλε την τάπα, ευχηθήκαμε στην άλλη με καλό κι ο Νικολής πρόσθεσε: ανέ ξεξινίσετε μα μην το πιστέψεις... οι πια. πολλοί δα ξερνάτε όλη νύχτα... μια βδομάδα δε θα ' χουμε νιτε­ρέσο... είμητα μου και δεν έχετε στο σπίτι σας χαμομήλι...

 

 Νώντας Εμμ Φαλκώνης

 

Το διήγημα αυτό είναι παρμένο από το βιβλίο του Νώντα Εμμ Φαλκώνη  « Ιστορίες τση Φουρνής …»

Θεωρώ δεδομένη τη συγκατάθεση του Νώντα Φαλκώνη (τώρα πλέον των απογόνων του) για τη δημοσίευση στο διαδίκτυο κάποιων από τα διηγήματά του εφόσον το σχετικό βιβλίο του στο οποίο περιέχονται το έδωσε δωρεάν σε  όλους του φουρνιώτες και όχι μόνο.

Ο Νώντας Φαλκώνης γεννήθηκε στο κάτω Χωριό της Φουρνής Κρήτης από εξαίρετους γονείς τη Μαρία και το Μανώλη Φαλκώνη . Από το χωριό αυτό καταγόταν και η εκλεκτή ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη . Ο Νώντας Φαλκώνης  σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και υπηρέτησε ως ανώτερος υπάλληλος στο γενικό λογιστήριο του Κράτους. Η εταιρεία Ελλήνων λογοτεχνών του απένειμε τέσσερεις φορές το Β’ και Γ’ βραβείο για τα διηγήματά του και τον τίμησε με το Α’ βραβείο  « Μάνος Κατράκης », για το θεατρικό έργο του « Συμπτώσεις » στον ετήσιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του πνευματικού κέντρου Αγίου Νικολάου. Σε τούτο το βιβλίο από το οποίο είναι παρμένο το διήγημα « Σούρουπο στον Παλαίμυλο » ο συγγραφέας, πέρα από τη στοχαστική ενέργεια με την οποία ντύνει τις λαογραφικές αναμνήσεις του, τέρπει και ξαφνιάζει με τον ευρηματικό τρόπο της αφήγησής του και με το γλωσσάρι της Κρητικής διαλέκτου που συμπληρώνει το βιβλίο, αποδίδει σχεδόν τέλειο αισθητικό αποτέλεσμα και δείχνει την υπομονή μα και τη σοβαρότητα της εργασίας του.

Εγώ προσωπικά δεν διακατέχομαι από ιδιαίτερες ικανότητες κριτικού λογοτεχνικών έργων, απλά λέω ότι συμφωνώ με τα παραπάνω, που πήρα από το πίσω εξώφυλλο του βιβλίου, και ότι μου χάρισε ευχάριστες ώρες διαβάζοντάς το επειδή όλες οι ιστορίες που αναφέρονται σ’ αυτό το υπέροχο βιβλίο του Νώντα Φαλκώνη τις έζησα λόγω ηλικίας και θα μου μείνουν αξέχαστες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Συγγραφέας  Νώντας Φαλκώνης το βιβλίο « Ιστορίες τση Φουρνής…» το έστειλε δωρεάν σε όλους τους Φουρνιώτες …και όχι μόνο σε μένα . Του αξίζει ένα μπράβο !        

Oποτε βρίσκω χρόνο θα μετατρέπω κάποιο από τα διηγήματα του παραπάνω βιβλίου του σε ηλεκτρονική μορφή και θα το δημοσιεύω στο internet.

                                         

Βασίλης Χατζηγιάννης

 

                                                          επιστροφή στα περιεχόμενα της Φουρνής

                                                                                                                          

                                                                                                                 Home